λυσανίας — λυσανίᾱς , λυσανίας ending sorrow masc acc pl λυσανίᾱς , λυσανίας ending sorrow masc nom sg (attic epic doric aeolic) λῡσανίᾱς , λυσανίης masc acc pl λῡσανίᾱς , λυσανίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυσανίας — Λυσανίᾱς , Λυσανίας ending sorrow masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυσανίη — Λυσανίας ending sorrow masc voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσανίη — λυσανίας ending sorrow masc voc sg (epic ionic) λῡσανίη , λυσανίης masc voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυσανίης — Λυσανίας ending sorrow masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσανίης — λυσανίας ending sorrow masc nom sg (epic ionic) λῡσανίης , λυσανίης masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυσανίου — Λυσανίας ending sorrow masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσανίου — λυσανίας ending sorrow masc gen sg λῡσανίου , λυσανίης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσανία — λυσανίᾱ , λυσανίας ending sorrow masc nom/voc/acc dual λυσανίας ending sorrow masc voc sg λυσανίᾱ , λυσανίας ending sorrow masc voc sg (attic) λυσανίᾱ , λυσανίας ending sorrow masc gen sg (doric aeolic) λυσανίας ending sorrow masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσι- — (AM λυσι ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο p. λύω (πιθ. με επίδραση τού τ. λυσανίας*) σχηματίζοντας σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Στα σύνθ. αυτά το α συνθετικό λυσι εμφανίζεται με τις σημασίες τής εξασθένησης, χαλάρωσης (πρβλ … Dictionary of Greek