λυσανίας

λυσανίας
Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Γραμματικός από την Κυρήνη (2ος αι. π.Χ.). Έζησε στην Αλεξάνδρεια και έγραψε τα έργα Απορίαι και λύσεις και Περί διθυραμβοποιών, καθώς επίσης υπομνήματα στον Όμηρο και στον Ευριπίδη. 2. Ο πρώτος βασιλιάς της Χαλκιδικής της Συρίας (; – 36 π.Χ.). Καταδικάστηκε σε θάνατο από την Κλεοπάτρα.
* * *
λυσανίας, ὁ (Α)
αυτός που διώχνει τις στενοχώριες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λύσ- (πρβλ. -λυσ-α, αόρ. τού λύω) + -ανίας (< ἀνία), πρβλ. Παυσ-ανίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λυσανίας — λυσανίᾱς , λυσανίας ending sorrow masc acc pl λυσανίᾱς , λυσανίας ending sorrow masc nom sg (attic epic doric aeolic) λῡσανίᾱς , λυσανίης masc acc pl λῡσανίᾱς , λυσανίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυσανίας — Λυσανίᾱς , Λυσανίας ending sorrow masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυσανίη — Λυσανίας ending sorrow masc voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσανίη — λυσανίας ending sorrow masc voc sg (epic ionic) λῡσανίη , λυσανίης masc voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυσανίης — Λυσανίας ending sorrow masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσανίης — λυσανίας ending sorrow masc nom sg (epic ionic) λῡσανίης , λυσανίης masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυσανίου — Λυσανίας ending sorrow masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσανίου — λυσανίας ending sorrow masc gen sg λῡσανίου , λυσανίης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσανία — λυσανίᾱ , λυσανίας ending sorrow masc nom/voc/acc dual λυσανίας ending sorrow masc voc sg λυσανίᾱ , λυσανίας ending sorrow masc voc sg (attic) λυσανίᾱ , λυσανίας ending sorrow masc gen sg (doric aeolic) λυσανίας ending sorrow masc nom sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσι- — (AM λυσι ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο p. λύω (πιθ. με επίδραση τού τ. λυσανίας*) σχηματίζοντας σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Στα σύνθ. αυτά το α συνθετικό λυσι εμφανίζεται με τις σημασίες τής εξασθένησης, χαλάρωσης (πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”